κατακύλισμα

κατακύλισμα
το [κατακυλίω]
το κατρακύλισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατακύλισμα — το, ατος κύλισμα προς τα κάτω, κατρακύλισμα: Από το κατακύλισμα στη σκάλα έσπασε το πόδι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”